- κλιματάρχας
- κλιματάρχᾱς , κλιματάρχηςgovernor of a provincemasc acc plκλιματάρχᾱς , κλιματάρχηςgovernor of a provincemasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.